- νεφελοστάσια
- νεφελοστάσιαplace where nets are set to catch birdsneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νεφελοστάσια — νεφελοστάσια, τὰ (Μ) τόπος όπου στήνονται νεφέλες, δηλ. δίχτια για τη σύλληψη πτηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + στάσιο(ν) (< στάτης < ἵσταμαι), πρβλ. οπλο στάσιον] … Dictionary of Greek
νεφέλη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Σύζυγος του Αθάμαντα, που ήταν βασιλιάς των Μινυών στον Ορχομενό της Βοιωτίας. Από τον γάμο αυτό είχε αποκτήσει τον Φρίξο και την Έλλη. 2. Σύζυγος του Ιξίωνα, ο οποίος είχε ερωτευτεί την Ήρα, και που εξαιτίας του ο… … Dictionary of Greek